Ο ιδρυτής

Ο Μοριχέι Ουεσίμπα (Morihei Ueshiba), ένας εξαιρετικά προικισμένος και βαθιά πνευματικός δάσκαλος, γεννήθηκε στην Ιαπωνία το 1883. Ο Μοριχέι, ο οποίος στους κύκλους των ασκουμένω
ν στο Aikido αναφέρεται ως Ο – Σενσέι (O – Sensei ή Μεγάλος Δάσκαλος), μεγάλωσε στην πόλη Τανάμπε της επαρχίας Ουακαγιάμα, περίπου 300 χιλιόμετρα της Οσάκα κοντά στον Ειρηνικό Ωκεανό αλλά και στην ορεινή περιοχή του Κουμάνο (Kumano). Το Κουμάνο θεωρείται ως το ιερό μέρος όπου οι θεότητες της θρησκείας Σίντο (Shinto) άγγιξαν για πρώτη φορά τη γη. Αν και η οικογένεια του Ουεσίμπα είχε γεννήσει πολεμιστές στο παρελθόν και αρκετοί από αυτούς ήταν γνωστοί για τη μεγάλη σωματική τους δύναμη, ο Μοριχέι ήταν αρκετά μικρόσωμος και μάλλον ασθενικός ως παιδί. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, δούλεψε πολύ με το σώμα του, τόσο σε διάφορες δουλειές όσο και ασχολούμενος με το σούμο, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία που του δινόταν για εκγύμναση και ενδυνάμωση. Πριν από το Ρωσο – Ιαπωνικό πόλεμο, ο Μοριχέι θέλησε να καταταγεί στο στρατό, απορρίφθηκε όμως λόγω του μικρού του ύψους (1,54 cm). Πεισμωμένος, άρχισε να κρεμιέται από δέντρα με βάρη δεμένα στα πόδια του, για να κερδίσει τα τέσσερα εκατοστά που του έλειπαν. Τελικά κατάφερε να γίνει δεκτός και να πολεμήσει μάλιστα στο μέτωπο της Μαντζουρίας. Όταν επέστρεψε ωστόσο, αρνήθηκε μια πρόταση για στρατιωτική καριέρα, καθώς, ακόμα και σε μια τόσο νεαρή ηλικία (όπως είπε αργότερα), “είχα νιώσει ενστικτωδώς ότι υπήρχε κάτι εντελώς λάθος στο να πολεμάς. Δεν υπάρχει νικητής στον πόλεμο – υπάρχει μόνο θάνατος και καταστροφή”. Το 1909, ο πάντα ανήσυχος Μοριχέι, συνάντησε τον εκκεντρικό ακαδημαϊκό Κουμαγκούσου Μινακάτα (Kumagusu Minakata), με τον οποίο συνεργάστηκε για τη διάσωση των μικρών τοπικών ξύλινων ναών, που φιλοξενούσαν και φωλιές πουλιών. Ενάντια στο διάταγμα της κυβέρνησης Μειτζί, οι δύο άνδρες ανέδειξαν το σύνθετο οικολογικό πρόβλημα που θα δημιουργούσε μια τέτοια κίνηση – και σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκαν.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Μοριχέι συνέχισε να ασκείται στις πολεμικές τέχνες και να συμμετέχει σε αγώνες σούμο ή άλλες δοκιμασίες δύναμης, παραμένοντας ανίκητος μέχρι που ο δρόμος του συναντήθηκε με αυτόν ενός θρύλου των πολεμικών τεχνών: του Σοκάκου Τακέντα (Sokaku Takeda, 1859 – 1943).
Ο Σοκάκου είχε διδαχθεί από τον σαμουράι πατέρα του ήδη από πολύ μικρή ηλικία να μάχεται με τα χέρια, το σπαθί και τη λόγχη και συνέχιζε την πολεμική παράδοση της οικογένειάς του, γυρνώντας την Ιαπωνία και προκαλώντας σε μονομαχίες, συχνά θανάσιμες, τους αντιπάλους του. Η φήμη του είχε απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα με αποτέλεσμα να κληθει από τις Αρχές για να εκπαιδεύσει την αστυνομία του Χοκάιντο.
Το στιλ, που εκείνη την εποχή δίδασκε ο Σοκάκου ήταν το Ντάιτο Ρίου Αϊκί Τζουτζούτσου (Daito Ryu Aiki Jujutsu) και τον Μάρτιο του 1915, μετά από μια σύντομη μάχη (στην οποία ο Σοκάκου κατάφερε να τον νικήσει χωρίς δυσκολία) ο Μοριχέι γράφτηκε για να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο δέκα ημερών στο Ντάιτο Ρίου. Κατέληξε να το μελετά σε βάθος και το Ντάιτο Ρίου έφτασε να γίνει η πολεμική τέχνη, που θα ασκούσε την μεγαλύτερη επιρροή στη δημιουργία του σημερινού Aikido. Παρόλα αυτά, η αναζήτηση του Μοριχέι ήταν κυρίως πνευματική παρά μαχητική και, ενώ κέρδισε πολλά από τον Σοκάκου, ένιωθε την ανάγκη για κάτι βαθύτερο από την τεχνική δεινότητα και την εντυπωσιακή δύναμη.
Το 1919 ο Μοριχέι γνώρισε στο Αγιάμπε τον αρχηγό της θρησκευτικής σέκτας Ομότο – Κίο (Omoto - Kyo), Ονισαμπούρο Ντεγκούτσι (Onisaburo Deguchi, 1871 – 1947). Εντυπωσιάστηκε από τη θεολογική αντίληψη που δίδασκε ο τελευταίος, η οποία έδινε έμφαση στη θεία φύση του κάθε ανθρώπου.
Στο Αγιάμπε ο Μοριχέι εξασκήθηκε στις τεχνικές αυτοσυγκέντρωσης, έμαθε ψαλμούς κοτοτάμα (kototama) και μελέτησε τις τέχνες της ποίησης και της καλλιγραφίας. Επίσης ασχολήθηκε με τη βιολογική καλλέργεια της γης αλλά και έχτισε ένα μικρό ντότζο (dojo) δηλαδή χώρο εξάσκησης, στον οποίο θα δίδασκε στους πιστούς της σέκτας τις τέχνες που γνώριζε.
Το 1921 η γυναίκα του, Χάτσου, έφερε στον κόσμο ένα ακόμα αγόρι (το ζευγάρι είχε χάσει τους πρώτους δύο γιους), τον Κισομάρου (Kisshomaru), που έμελλε να παίξει ρόλο στην ιστορία του Aikido αργότερα.
Το 1924 ο Μοριχέι ξεκίνησε μαζί με τον Ονισαμπούρο για ένα δονκιχωτικό ταξίδι στην Μογγολία σε αναζήτηση του μυθικού βασιλείου της Σαμπάλα (Shambala). Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με κάθε λογής θανάσιμους κινδύνους, συνελήφθη από τον κινεζικό στρατό και μετά βίας κατάφερε να γλυτώσει την εκτέλεση.
Επιστρέφοντας στο Αγιάμπε, ο Μοριχέι επανήλθε στην προπόνησή του με ένα ρυθμό που εντυπωσίασε. Έδειχνε μονίμως γεμάτος ενέργεια, έβγαινε σχεδόν κάθε βράδι για προπόνηση στην ύπαιθρο και για μια τουλάχιστον φορά εξαφανίστηκε για αρκετές μέρες στα βουνά του Κουμάνο. Την άνοιξη του 1925, αφού νίκησε εύκολα έναν αξιωματικό του ναυτικού οπλισμένο με ξύλινο σπαθί, ο Μοριχέι είχε μια απροσδόκητη υπερβατική εμπειρία. Σύμφωνα με τον ίδιο, “Μέσα σε μια στιγμή κατάλαβα τη φύση της δημιουργίας και συνειδητοποίησα ότι ο δρόμος του πολεμιστή είναι να κάνει πράξη τη Θεία αγάπη και να διαμορφώσει ένα πνεύμα που να αγκαλιάζει και να δίνει ζωή στα πάντα”.
Μετά από αυτήν την εμπειρία, ο Μοριχέι απέκτησε δυνάμεις υπεράνθρωπες – σχεδόν υπερφυσικές. Οι μαθητές του αυξάνονταν και η φήμη του μεγάλωνε. Το 1931, οπότε και άνοιξε στο Τόκιο το Κόμπουκαν Ντότζο (Kobukan Dojo), είχε αποκτήσει ένα φανατικό κοινό, σημαντικό μέρος του οποίου ήταν μέλη της στρατιωτικής και πολιτικής ελίτ της χώρας. Οι προσωπικοί του μαθητές, μεταξύ των οποίων και αρκετές γυναίκες, επιλέγονταν πολύ προσεκτικά και ήταν η αφρόκρεμα της τέχνης που δίδασκε ο Μοριχέι και που εκείνη την εποχή αποκαλείτο συνήθως Αϊκί – Μπούντο (Aiki – Budo). Την περίοδο εκείνη έγραψε ένα εγχειρίδιο με την ονομασία Μπούντο Ρένσου (Budo Renshu), ένα ακόμα τεχνικό εγχειρίδο με την ονομασία Μπούντο, γύρισε ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ και πόζαρε για μια μεγάλη σειρά φωτογραφιών επίδειξης τεχνικών στο Ντότζο Νόμα.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Μοριχέι παραιτήθηκε από τα δημόσια αξιώματά του προφασιζόμενος λόγους υγείας και αποσύρθηκε με τη γυναίκα του στο αγρόκτημά τους στην Ιβάμα (Iwama), περίπου δύο ώρες από το Τόκιο. Εκεί αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην πνευματική πειθαρχία, που πλέον αποκαλούσε Αϊκίντο.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου οι πολεμικές τέχνες απαγορεύτηκαν από τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής. Ο Μοριχέι ωστόσο κατάφερε να συσπειρώσει στην Ιβάμα μια ομάδα μαθητών, οι οποίοι ζούσαν εκεί και προπονούνταν καθημερινά.
Γύρω στο 1950 η προπόνηση του Αϊκίντο στο Τόκιο επανήλθε και τις επόμενες δύο δεκαετίες εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα στην Ιαπωνία αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Κάτω από τη διεύθυνση και την επίβλεψη του γιου του Μοριχέι, Κισομάρου, άνοιξαν πολλά θυγατρικά ντότζο σε όλη την Ιαπωνία. Πολλοί ξένοι εκπαιδευτές που ενδιαφέρονταν για το Αϊκίντο πήγαν στην Ιαπωνία και όταν επέστρεψαν στις χώρες τους άνοιξαν τα δικά τους ντότζο, με αποτέλεσμα το δίκτυο του Αϊκίντο να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο.
Τα τελευταία του χρόνια ο Μοριχέι αφιέρωνε όλο και περισσότερο χρόνο σε προσευχές, διαλογισμό και μελέτη, όμως παράλληλα ταξίδευε και πολύ, δίνοντας στους νεοφώτιστους σπουδαστές εντυπωσιακές επιδείξεις των τεχνικών της τέχνης του και μπερδεύοντάς τους με τις ερμηνείες που έδινε στα μυστικά της. Πραγματικά, ο Μοριχέι πολύ συχνά μιλούσε σε μια γλώσσα – σκοπίμως – δυσνόητη, όταν όμως οι μαθητές του διαμαρτύρονταν, αυτός γελούσε και απαντούσε “Όχι, αυτά που λέω είναι ό,τι πιο σύγχρονο”.
Η υγεία του Μοριχέι σιγά σιγά χειροτέρεψε και το 1968 προσβλήθηκε από καρκίνο του ήπατος. Πέθανε στις 26 Απριλίου 1969 σε ηλικία 86 ετών λέγοντας – μεταξύ άλλων ότι “Το Αϊκίντο είναι για όλον τον κόσμο”.

Πηγή: John Stevens "Aikido, μια χρήσιμη εισαγωγή στη φιλοσοφία και τις τεχνικές της πολεμικής τέχνης γνωστής ως 'ο δρόμος της ειρήνης' ", εκδόσεις Οξύ 2002, 2006 μετάφραση Γρηγόρης Μηλιαρέσης.

No comments:

Post a Comment